Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρογχασμός — ὁ, Α [ῥογχάζω] το ροχαλητό … Dictionary of Greek
ῥογχασμῶν — ῥογχασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)